Boyhood

















Η ιδέα για την υλοποίηση της ταινίας - πρωτοποριακή και ευφυέστατη - ήταν του  Σκηνοθέτη και Σεναριογράφου της Richard Linklater (Before Sunrise, Before Sunset, Before Midnight).
Το όλο εγχείρημα ξεκινάει το Μάιο του 2002 όταν o αυτοδίδακτος δημιουργός επιλέγει το καστ των ηθοποιών του με την ελπίδα ότι θα μπορέσει να το διατηρήσει χωρίς αλλαγές επί 12 συναπτά χρόνια, ώστε να κινηματογραφήσει το πώς μεγάλωνε χρόνο με το χρόνο ο 6χρονος Mason (Ellar Coltrane) από το 2002 μέχρι το 2013 όταν ενηλικιώνεται και φεύγει σε ηλικία 18 χρόνων για το κολλέγιο. Μαζί με τον Mason, βέβαια, όπως ήταν φυσικό, μεγάλωναν και οι υπόλοιποι ήρωες της ταινίας.

Για να το πετύχει αυτό, μάζευε όλους τους ηθοποιούς μία φορά κάθε χρόνο και γύριζαν τα πλάνα της ταινίας, που για τον κάθε χρόνο της ζωής του Mason και των υπολοίπων είχαν διάρκεια 15 περίπου λεπτά. Η ταινία ξεκίνησε ως "The Untitled 12 Year Project", στη συνέχεια ονομάστηκε "12 Years", αλλά τελικά μετά από την ολοκλήρωσή της  πήρε το όνομα "Boyhood", ώστε να μη συγχέεται με το "12 Years a Slave", που το 2014 κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας.
Το τελικό αποτέλεσμα; Έχουμε να κάνουμε με μια σπουδαία κινηματογραφική δημιουργία, ένα σύγχρονο κοινωνικό αριστούργημα.


















Ο Mason με τη μεγαλύτερή του αδελφή τη Samantha (Lorelei Linklater) ζουν με τη μητέρα τους Olivia (Patricia Arquette). Από τα πρώτα πλάνα της ταινίας γίνεται κατανοητό ότι η μητέρα έχει αφοσιωθεί στα παιδιά της και δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί να της αποσπάσει την προσοχή της από αυτά. Είναι ορθολογική, υπεύθυνη, συγκροτημένη και πιστεύει πολύ ότι, για να μεγαλώσει σωστά τα παιδιά της, θα πρέπει να τα εξασφαλίσει ένα καλό οικογενειακό περιβάλλον. Έχει ήδη χωρίσει από τον πρώτο άντρα της και πατέρα των παιδιών της Mason Sr. (Ethan Hawke), που ήταν συμμαθητής της και ο πρώτος έρωτας της ζωής της (φαινομενικά λογική επιλογή). 


















Ο ανώριμος όμως πατέρας (ο άντρας ωριμάζει πιο αργά από τη γυναίκα), ως ελεύθερος και ροκ τύπος, ουδέποτε θα αναλάβει τις ευθύνες του. Θα περιοριστεί στο να βλέπει τα παιδιά του κάποια Σαββατοκύριακα, προσφέροντάς τους, πάντως, εντελώς διαφορετικές στιγμές από αυτές με τους κανόνες της μητέρας τους. Η μητέρα, ωστόσο, είναι αυτή που θα δίνει κάθε ώρα, κάθε μέρα, κάθε μήνα, κάθε χρόνο έναν άνισο αγώνα για να μεγαλώσει με αξιοπρέπεια τα παιδιά της. Στην προσπάθειά της αυτή θα ξεπεράσει τα όριά της, θα έχει μεγάλες επιτυχίες αλλά, όπως είναι φυσιολογικό, και κάποιες άτυχες επιλογές. Αυτές σχετίζονται κυρίως με τους δύο επόμενους άντρες της, τους οποίους επέλεξε με γνώμονα να μεγαλώσει τα παιδιά της στο προστατευμένο περιβάλλον μιας οικογένειας. Ο Bill Welbrock (Marco Perella) είναι Καθηγητής της στο Πανεπιστήμιο, σαφώς μεγαλύτερός της, χωρισμένος, πατέρας δύο παιδιών ίδιας περίπου ηλικίας με τον Mason και τη Samantha και είναι αυτός που θα επιβάλει με άτεγκτο τρόπο τους κανόνες.  Όταν όμως γίνεται βίαιος εξαιτίας της εξάρτησής του από το αλκοόλ, η μητέρα θα πάρει τα παιδιά της και θα φύγει αμέσως. Ο Jim (Brad Hawkins) είναι αισθητά νεότερός της και βετεράνος του πολέμου Αφγανιστάν/Ιράκ, με διαταραχή μετατραυματικού στρες, που δεν θα τον βοηθήσει να διαχειριστεί σωστά την εφηβεία του Mason. Έτσι, η μητέρα θα απομακρυνθεί και από αυτόν, ώστε να συνεχίσει μόνη πια και με την όποια βοήθεια (πολύτιμη πάντως) θα έχει από τον πρώτο της άντρα και βιολογικό πατέρα των παιδιών της.
Σε κάθε κατάσταση η μητέρα είναι δυνατή και αποφασιστική κυρίως σε ό,τι σχετίζεται άμεσα με τα παιδιά της. Και δεν πρόκειται να λυγίσει παρά μόνο μία φορά προς το τέλος της ταινίας, σε μια συναισθηματικά φορτισμένη σκηνή, όταν αντιλαμβάνεται ότι θα μείνει τελείως μόνη, καθώς μετά από τη  Samantha φεύγει και ο Mason για το κολλέγιο. 

Η ταινία είναι ένας ύμνος στη γυναίκα. Αντίθετα, οι τρεις άντρες της ζωής της Olivia εμφανίζονται κατώτεροι των περιστάσεων, ανεύθυνοι και αδύναμοι να διαχειριστούν δύσκολες καταστάσεις. Η Patricia Arquette, που επωμίζεται το ρόλο της μητέρας, είναι απλή χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις και εξαιρετικά πειστική. Έτσι, μας χαρίζει μια εκπληκτική ερμηνεία. Πολύ δίκαια, λοιπόν, κέρδισε το Όσκαρ 2015 στην κατηγορία του Β’ Γυναικείου ρόλου. 


















Τελικά, ποιος ήταν ο πρωταγωνιστής της ταινίας; Μα φυσικά ο Mason με το πλήρες όνομα Mason Evans, Jr. Η ταινία, με συνέπεια, επί δώδεκα ολόκληρα χρόνια παρακολουθεί τη ζωή του και σπάνια θα τον δείτε να απουσιάζει από κάποιο πλάνο της.
Ο Mason είναι ένας όμορφος, λιγομίλητος, ταλαντούχος μικρός με βλέμμα διαπεραστικό ελαφρώς θλιμμένο, που μεγαλώνει σταδιακά μπροστά μας. Στην αρχή θα αντιμετωπίσει τα πειράγματα της μεγαλύτερης αδελφής του και θα προσπαθήσει να πάρει απαντήσεις στις απορίες του από τους μεγαλυτέρους, που φυσικά δεν τις έχουν. Θα νιώσει την απόρριψη από συμμαθητές του και θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει το bullying από τους σκληρούς του σχολείου. Θα δοκιμάσει με μέτρο ό,τι και όλα τα παιδιά στην εφηβεία του, θα αντιμετωπίσει τη λεκτική βία των δύο συντρόφων της μητέρας του, θα πάρει τα θετικά στοιχεία του βιολογικού πατέρα του, θα εκτιμήσει έστω έμμεσα τις τεράστιες προσπάθειες της μητέρας του, θα κάνει κάποιες άτυχες σχέσεις με κορίτσια και με τη σύνθεση όλων αυτών των επιμέρους εμπειριών θα ενηλικιωθεί και σε ηλικία 18 χρονών θα κυνηγήσει τα θέλω του στο κολλέγιο, έχοντας μπροστά του ένα ελκυστικό αλλά αβέβαιο μέλλον.  


















Ο Ellar Coltrane, που υποδύεται τον Mason, είναι ένα φυσικό υποκριτικό ταλέντο και  μπορεί να αποτελέσει έναν από τους καλύτερους ηθοποιούς της νέας γενιάς.
Η Lorelei Linklater, που είναι η κόρη του Σκηνοθέτη και υποδύεται την αδελφή του Mason τη Samantha, ενώ αρχίζει να υποδύεται το ρόλο της πειστικά, στην πορεία η απόδοσή της "πέφτει", όσο προχωράει προς την ενηλικίωσή της.
Εξαιρετική είναι βέβαια η ερμηνεία του πατέρα Ethan Hawke, που δίκαια προτάθηκε στα Όσκαρ 2015 στην κατηγορία του Β’ Ανδρικού ρόλου.

Η μετάβαση στην ταινία από τον έναν χρόνο στον άλλο δεν είναι τόσο ξεκάθαρη, καθώς δεν υπάρχει στην οθόνη η παραμικρή ένδειξη για την αλλαγή του κάθε χρόνου. Αυτή, ωστόσο, γίνεται αντιληπτή από τις αλλαγές στις στιλιστικές επιλογές των πρωταγωνιστών, από το κούρεμα των μαλλιών τους, από τις αλλαγές στα χαρακτηριστικά των προσώπων, από τις πολιτικές και πολιτιστικές αναφορές, από την εξέλιξη στις τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται, από τις μουσικές και τις κινηματογραφικές επιλογές. 


















Η ταινία δεν έχει ένα πρωτότυπο soundtrack. Η μουσική της στηρίζεται σε παλιά ακούσματα (από Coldplay και The Black Keys μέχρι Bob Dylan και Paul McCartney) που όμως δένουν εξαιρετικά με τα δρώμενα και την πολύ καλή φωτογραφία των Lee Daniel και Shane F. Kelly.
Η σκηνοθεσία και το σενάριο του Richard Linklater καθώς και το καταπληκτικό μοντάζ των πλάνων της ταινίας από τη Sandra Adair, που προτάθηκαν στα Όσκαρ 2015, θα άξιζαν, αν κέρδιζαν τελικά, τα κορυφαία αυτά βραβεία.

Η μεγάλη διάρκεια της ταινίας, που επίσης προτάθηκε στα Όσκαρ 2015 για το βραβείο καλύτερης ταινίας, δεν αποτελεί πρόβλημα. Απλά, ακολουθήστε το μικρό Mason στο κινηματογραφικό ταξίδι μιας όμορφης διαδρομής μέσα στο χρόνο, σε μια υπαρξιακή και ανθρώπινη καταγραφή στιγμών, αναμνήσεων και συναισθημάτων. Θα είναι σα να ξεφυλλίζετε ένα παλιό φωτογραφικό άλμπουμ γεμάτο με ολοζώντανες κοινές όσο και συναρπαστικές αναμνήσεις. Στους συχνούς και κάποιες φορές μακροσκελείς διαλόγους της ταινίας θα αναγνωρίσετε ότι σχεδόν όλοι μας - είτε ως γονείς, είτε ως θείοι και θείες, είτε γενικά ως μεγαλύτεροι - έχουμε κάνει ανάλογες συζητήσεις με τα παιδιά μας ή έχουμε δεχτεί ως παιδιά παρόμοιες παρατηρήσεις και νουθεσίες. 

Αλέξανδρος Παπαδόπουλος

Διάρκεια : 165’

Βαθμολογία : 10/10


Το τρέιλερ της ταινίας :