"Έρως ανίκατε μάσαν" - Η Βιβλιοπαρουσίαση






















Πραγματοποιήθηκε χθες, Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015, ώρα 8.00 μ.μ. στο υπόγειο της Λέσχης Κομοτηναίων η παρουσίαση του βιβλίου "Έρως ανίκατε μάσαν" του Αύγουστου Κορτώ (κατά κόσμον Πέτρου Χατζόπουλου).
Τα Βιβλιοχαρτοπωλεία Βαφειάδης, ο Πολιτιστικός Χορευτικός Σύλλογος Θρακών Κομοτηνής, ο Σύλλογος Φίλων Ιδρύματος Θρακικής Τέχνης & Παράδοσης και οι Εκδόσεις Πατάκη, που διοργάνωσαν την εκδήλωση, έκαναν ό, τι περνούσε από το χέρι τους για να μας φιλοξενήσουν σ’ ένα ζεστό και άνετο περιβάλλον.

Ο συγγραφέας, μετά από κάποιες στιγμές αμηχανίας ολότελα φυσιολογικές, "καθώς λύθηκε ο στόμας του", ήταν λαλίστατος, ευτράπελος και ευφάνταστος καταγραφέας και αφηγητής της νεοελληνικής τραγελαφικότητας.
Η Φιλόλογος Σοφία Σουβατζόγλου, με άκρως διεισδυτική ματιά έκανε ταυτόχρονα αξονική και μαγνητική τομογραφία στο βιβλίο του, εφόσον δήλωσε απερίφραστα ότι είναι πάνω απ’ όλα φανατική αναγνώστρια και διαδικτυακή follower - φίλη του.
Το κοινό, κατά κύριο λόγο νεανικό, χάρηκε το λόγο του συγγραφέα, που απέπνεε πηγαίο χιούμορ, αυτοσαρκασμό και ταυτόχρονα παραμυθία (παρηγοριά), όπως των παλιών παραμυθάδων, που διηγούνταν ιστορίες, αληθινές ή επινοημένες στα καφενεία των χωριών.
Ήταν, σαφώς, ένα απολαυστικό και αλλιώτικο απογευματινό! Μακάρι να έλθουν κι άλλα!

Περιεχόμενα του βιβλίου

Κρίση Τιτανικού
Πάσχα στο Καραμπουρνάκι
Δαμάζοντας τα δίπιτα
Ο άντρας που αγαπούσε τις σερβιέτες
Ιστορία μου, αφαγία μου
Τετράφυλλα και τρίφυλλα
Τα πέντε αστέρια σε μάραναν
Ο Ηράκλειτος και η ομπρελοθήκη
Για μια καούκα αδειανή
Ο θάνατος και η γεροντοκόρη
Δυο γάιδαροι, η Χιονάτη κι ο εξάδελφος
Κάνε μου λιγάκι μπλουμ!
Τα τσίσα της αθωότητας
Ο ανεπρόσκοπος
Τζάμπα καίει η γάμπα
Η εκδίκηση της εκδίκησης
Ένα βρακί είχε η κόρη
Ιζαμπέλ Ατζαμή
Χειλάκι Πετρο-βούβαλο
American History : F
Άλλος το τρώει και ζορίζεται
...κι άλλος το τρώει και δροσίζεται
Το μαγιό της ντροπής
Σιταγρός με ψυχάκια
Τ' Αϊ-Ζαβού και τ' Αϊ-Γκαβού τα σόγια μου αντάμωσαν
Τα δρακουλίνια των Εξαρχείων
Έλαβον : γίδα βραστή
Ο έρωτας παρκάρει στο στομάχι
ΕΠΙΜΕΤΡΟ : Πες μου κάτι να γελάσω

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Αύγουστος Κορτώ γεννήθηκε το 1979 στη Θεσσαλονίκη και ζει στα Εξάρχεια. Έχει γράψει διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, κείμενα για το θέατρο, ένα κινηματογραφικό σενάριο και βιβλία για παιδιά. Έχει επίσης μεταφράσει έργα των Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Τζον Άπνταϊκ, Άννι Πρου, Κόρμακ ΜακΚάρθι, Κόλουμ ΜακΚαν, Σάρα Ουότερς, Τζον Μπάνβιλ, Γκιγιόμ Απολινέρ και ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ. Αρθρογραφεί τακτικά, περνάει απολαυστικές εργατοώρες στο Facebook, παρουσιάζει σαββατιάτικη εκπομπή με αλλοπρόσαλλες μουσικές στον Amagi Radio, και είναι λάτρης των αμερικάνικων τηλεοπτικών σειρών (θεωρώντας τους Sopranos ως έξοχο δείγμα του θρυλικού Great American Novel). Σ' ό,τι χρόνο του απομένει διαβάζει μετά μανίας, μαγειρεύει, και γενικώς διάγει βίο σπιτόγατου, συντροφιά με τον λατρεμένο του σύντροφο (το επονομαζόμενο Κουτάβι).

Εισήγηση : Σοφία Σουβατζόγλου, Φιλόλογος

Να καλωσορίσω και γω με τη σειρά μου τον Θεσσαλονικιό  καλεσμένο μας στην Κομοτηνή και ειδικότερα στη Λέσχη Κομοτηναίων. Είναι μεγάλη μας χαρά και τιμή να σε έχουμε σήμερα μαζί μας. Ο Αύγουστος Κορτώ, κατά κόσμον Πέτρος Χατζόπουλος, σε ηλικία μόλις 36 ετών, έχει ήδη εκδώσει 20 λογοτεχνικά έργα, χωρίς τις συμμετοχές σε συλλογικά (έργα) και χωρίς αυτά που γράφει για παιδιά και δημοσιεύει με το πραγματικό του όνομα. 
Θα ήθελα μάλιστα να εξομολογηθώ ότι προμηθεύτηκα κάποια από τα παιδικά του βιβλία πρόσφατα, με ιδεολογικό άλλοθι τα ανίψια μου, και τα "ξεκοκάλισα" μετά βουλιμίας. Αυτό βέβαια μου συμβαίνει με όλα τα βιβλία του Αύγουστου Κορτώ. Από τη στιγμή που τα αρχίζω μού είναι αδύνατο να τα αφήσω, αν δεν ολοκληρώσω την ανάγνωση. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο λοιπόν, σε πολλά από τα παιδικά του βιβλία,  ο δαιμόνιος  ντετέκτιβ - σκίουρος Κορνήλιος Κρηκ, και η ωραιοπαθής βοηθός του , η πυγολαμπίδα Μάρθα, είναι ανεπανάληπτο. Ξεχώρισα το "Έγκλημα στο Τούνδρα Εξπρές", που έχει παρουσιαστεί και ως θεατρικό στο Τρένο στο Ρουφ. Εκτός από αστυνομικό μυστήριο στα βήματα της Αγκάθα Κρίστι (αλλά με ήρωες ζώα), αποτελεί κι ένα όργιο ευρηματικότητας στην επινόηση των ονομάτων. Εντελώς ενδεικτικά σας αναφέρω τον "διάσημο σεφ Γενάντι Χλαπακόφ" στο επίσης διάσημο εστιατόριο της Αγ. Παπιούπολης "Τσάι και συμφόρηση", ο οποίος εμφανίζεται ντυμένος με "κοστούμι Βάρα Καμπάνα, σκαρπίνια Σουσουπράντα και γραβάτα Γκαργκαλιάνο". Αν δεν έχετε ανίψια, παιδιά ή εγγόνια, κάντε τα δώρο στο παιδί που όλοι κρύβουμε μέσα μας. 
Κλείνω όμως την παρένθεση, ζητώ συγγνώμη για τη φλυαρία μου κι επανέρχομαι στο θέμα: τη μέχρι τώρα συγγραφική παραγωγή για ενήλικες του Αύγουστου Κορτώ. Δεν είναι μόνο το διψήφιο νούμερο που εντυπωσιάζει, αλλά και το πόσο διαφορετικό είναι το κάθε δημιούργημα από το προηγούμενο και το επόμενο. Στο ενεργητικό του συγκαταλέγονται ήδη διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα (κάποια δαιμονοερωτικά, στον δρόμο που χάραξε ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ, κάποια αστυνομικά "χωρίς αστυνομικούς" ή "αλλοπρόσαλλα", "μουσικά θρίλερ", "βέβηλα χρονικά", κάποια εν πολλοίς  αυτοβιογραφικά), αλλά και θεατρικοί μονόλογοι, ευθυμογραφήματα, ποιήματα. Και φυσικά πολλές μεταφράσεις. Κι όλα αυτά χωρίς τις "αλλόκοτες μουσικές" στις συχνότητες του Amagi μέχρι πρότινος και τις "απολαυστικές εργατοώρες στο Facebook". 
Η προσωπική μου πρώτη γνωριμία έγινε με το "Βιβλίο της Κατερίνας", ένα βιβλίο  - κατάθεση ψυχής, το οποίο ούτε και γω θυμάμαι πια πόσες φορές έχω διαβάσει έκτοτε. Για τους λιγότερο μυημένους στο κορτικό σύμπαν να διευκρινήσω στο σημείο αυτό ότι Κατερίνα είναι η μητέρα του συγγραφέα , η οποία - για να χρησιμοποιήσω τα δικά της λόγια στο βιβλίο -  "πέθανε ακολουθώντας έναν δρόμο σκοτεινό, μοναχικό, ... γιατί είχε μέσα της πολλά που δεν αντέχονταν. Πέθανε τρομοκρατημένη κι έρημη, πνιγμένη απ' το φαρμάκι της". Τη βρήκε ο γιος της. "Χαράματα Παρασκευής, πέντε μέρες πριν κλείσει τα είκοσι τέσσερα". Το μυθιστόρημα μάλιστα διασκευάστηκε σε θεατρικό έργο πέρσι, παρουσιάστηκε στο κοινό και συνεχίζει να παρουσιάζεται και φέτος με μεγάλη επιτυχία. Ταπεινή μου γνώμη είναι πως το βιβλίο αυτό έχει κατακτήσει δικαιωματικά  περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Η αφορμή όμως για την αποψινή μας συγκέντρωση ήταν το τελευταίο συγγραφικό πόνημα του Αύγουστου με τον εύγλωττο τίτλο "Έρως ανίκατε μάσαν" και το ακόμη ευγλωττότερο σκίτσο του λατρεμένου Αρκά στο εξώφυλλο, με το γνωστό γουρούνι να διαπιστώνει αυτάρεσκα "Όλες με θέλουν για το κορμί μου". Πρώτη έκδοση: Απρίλιος 2015. Κυκλοφόρησε δηλαδή σε χαλεπούς καιρούς κρίσης. Παρ' όλα αυτά τα πήγε περίφημα στις πωλήσεις. Μάλιστα ταξίδεψε και φωτογραφήθηκε σε παραλίες (εξωτικές και μη), σε όρη κι άγρια βουνά, προκαλώντας στον δημιουργό του άφατη χαρά και τσιμπήματα ζήλειας εν τω άμα, όπως διαπιστώσαμε ιδίοις όμμασι όσοι τον "ακολουθούμε" στο Facebook.
Πρόκειται λοιπόν για μια σειρά από ευθυμογραφήματα που διαβάζονται απνευστί και ως αντιβίωση κατά της μιζέριας. (Ειρήσθω εν παρόδω, έχει προηγηθεί άλλη μία συλλογή ευθυμογραφημάτων το 2012, με τον επίσης εύγλωττο τίτλο "Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά"). Όλα τα κείμενα πλην ενός είναι εμπνευσμένα από προσωπικά βιώματα της παιδικής, της εφηβικής, της νεανικής, αλλά και της ωριμότερης ηλικίας του δημιουργού τους. Στο στόχαστρο μπαίνουν όλοι οι προσωπικοί του δαίμονες. (Να θυμίσω εδώ ότι, πριν από τη "μεσολάβηση" της Καινής Διαθήκης, η λέξη δήλωνε τη θεότητα που μοιράζει, που κατανέμει τη μοίρα). Έχουμε και λέμε λοιπόν, για να ξεκινήσω με τα πιο ανώδυνα: πάθος για μαραθώνιους αμερικανικών τηλεοπτικών σειρών, τις οποίες ευθαρσώς δηλώνει ότι παρακολουθεί μαζί με τον σύντροφό του "με κατάνυξη χρόνιου ενδοφλέβιου χρήστη", υποχονδρία, παντοειδείς φοβίες, συγγραφικές ανησυχίες και φιλοδοξίες, βουλιμία και συνεπακόλουθη παχυσαρκία, ερωτικές επιλογές, οικογενειακές συνήθειες και παραδόσεις που πλέον έχουν αναχθεί σε "προσωπική μυθολογία", αμοιβαία λατρεία με τη μητέρα που απειλεί να μετατραπεί σε θηλιά για δύο, αυτοχειρία της Κατερίνας, διαχείριση του πένθους και μεταθανάτιες ανησυχίες.
Η αρχή γίνεται στην "Κρίση Τιτανικού" με έναν κατάλογο φοβιών, οι οποίες είναι "ζήτημα χρόνου να αναγνωριστούν από τη σύγχρονη ψυχιατρική": φοβία για τον "κοινοχρηστά", για το μόντεμ/ρούτερ, για τις κατσαρίδες, για την "μπίχλα". (Η Μπέτυ κι ο Σαράντης, τα χνούδια στον διάδρομο, που "ξέρει ότι δεν πρέπει να τα βαφτίζει, αλλά έπειτα από τόσους μήνες αγαστής συνύπαρξης, έχει δεθεί ", πολύ με "συνεκίνησαν". Έκτοτε έχω ονομάσει τα δικά μου Βρασίδα και Φροσάκι και συμβιώνουμε εν ειρήνη). Και συνεχίζω: φοβία για "το μη αναστρέψιμο ξεχείλωμα των σαράντα", "φοβίες που συνδέονται με τη δραστηριότητα του πάσχοντος στο Facebook" και τόσες άλλες.
Αναδρομή σε οικογενειακές πασχαλινές μνήμες είναι το δεύτερο στη σειρά ευθυμογράφημα με τίτλο "Πάσχα στο Καραμπουρνάκι". Απόπειρες νηστείας, καταδικασμένες εκ προοιμίου να αποτύχουν, κάθοδος στο "Κατώι του Βιβλίου", το λατρεμένο υπόγειο του Μπαρμπουνάκη, κάθε Μ. Παρασκευή και θανάσιμη φοβία της μητρός για τους ξαφνικούς θορύβους κι επομένως τα βαρελότα της Ανάστασης.
"Δαμάζοντας (όχι τα κύματα αλλά ) τα δίπιτα", ήτοι το σουβλάκι με τις δύο πίτες κι άλλα πολλά τερψιλαρύγγια (με σταθερούς μπροστάρηδες τη σοκολάτα και τα  ζυμαρικά), συνεχίζει ακάθεκτος ο δημιουργός, ο βαθιά προβληματισμένος "σε ζητήματα όπως η ορθή διατροφή (αν και προτιμά την καθιστή ή ακόμα καλύτερα την ξαπλωτή)". Έτσι, όλες οι προσπάθειες απόκτησης και διατήρησης σωματικής ευεξίας αποδεικνύονται ατελέσφορες παιδιόθεν: "Τα αγαπημένα του αθλήματα είναι επιτραπέζια ή παιχνίδια γνώσεων", τα κοριτσίστικα παιχνίδια σαφώς προτιμητέα, μια και "εξασφάλιζαν κρουνούς και εκρήξεις στοργής και ζουπηγμάτων απ' τις μεγαλύτερες σε ηλικία συμπαίκτριες". Κολύμπι, ποδήλατο, μπάσκετ, βόλεϋ, μπαλέτο, πινγκ πονγκ, "οικογενειακές εκδρομές με σκοπό την εκγύμναση", ανώμαλος δρόμος, ποδόσφαιρο, γυμναστήριο, ταε κβον ντο, αποκηρύσσονται μετά βδελυγμίας.
Στον "άντρα που αγαπούσε τις σερβιέτες", μια επέμβαση για κύστη κόκκυγος εκθέτει ανεπανόρθωτα τον Αφηγητή στα μάτια παλιάς συμμαθήτριας, αρχικά, και όλων των συμφοιτητών του στην Ιατρική, στη συνέχεια, μέσα στην αίθουσα του χειρουργείου. Οι τελευταίοι έχουν κι απορίες για τα βιβλία που στο μεταξύ έχει δημοσιεύσει. Η επούλωση/ανάρρωση αποδεικνύεται ακόμη οδυνηρότερη δοκιμασία  και οδηγεί στη χρήση σερβιετών , "αυτών που' ναι σαν πυρότουβλα και η καθεμιά μπορεί να ρουφήξει όλη την Κασπία", προκειμένου να καλύψει την πληγή που αιμορροεί ανενδοίαστα.
Στην "Ιστορία μου, αφαγία μου", ο δύστηνος Αφηγητής καταθέτει το χρονικό των "διαιτητικών γιο γιο" που τον ταλάνισαν από την παιδική του ηλικία, καθώς "ζούμε σ' έναν σκάρτο ντουνιά που λατρεύει τις κορμάρες και δαιμονοποιεί και την παραμικρή ατέλεια": στέρηση γλυκών, δίαιτα του Άτκινς, θερμιδομετρητής της Lala Cook και πάει λέγοντας. Ώσπου έρχεται το σωτήριο έτος 2010 κι ο Αφηγητής με τον σύντροφό του , μεσούσης της κρίσεως, αποφασίζουν "να περιορίσουν την ποσότητα, εξακολουθώντας να τρώνε απ' όλα αλλά μετρημένα: όταν χορταίνεις να λες στοπ, και τα γλυκά με μέτρο".
Στα "Τετράφυλλλα και τρίφυλλα" γίνεται μια εκτενέστερη αναφορά στα καθημερινά δεινά που έφερε η κρίση: εκπτώσεις στην ποιότητα των προϊόντων, απλήρωτοι λογαριασμοί, στήσιμο στην ουρά της Τράπεζας της Ελλάδος ("όλοι της γης οι κολασμένοι με τα τσουβάλια τους - με τα κέρματα - επ' ώμου"), μεταπτυχιακό στις τεχνικές αποφυγής του κοινοχρηστά. Σταθερό αντίδοτο στην ένδεια: η αγάπη, έστω κι εκνευρισμένη. "Διότι αν δεν ξεσπάσεις στον άνθρωπό σου σε ποιον θα ξεσπάσεις;"
"Τα πέντε αστέρια σε μάραναν" μονολογεί εν συνεχεία ο Αφηγητής ενθυμούμενος τις παλιές καλές μέρες "προ κρίσης", "όταν αλωνίζαμε με τις πιστωτικές θεωρώντας ότι θα τις πληρώσει κάποια στιγμή η καλή μας νεράιδα". Σωτήριον έτος 2001, Παρίσι, ξενοδοχείο Ritz. 
Ακολουθεί στον "Ηράκλειτο και την ομπρελοθήκη" ένας προβληματισμός με αφορμή τη ρήση του Ηράκλειτου "Νέκυιες κοπρίων εκβλητότεροι". "Ήγουν οι νεκροί είναι για πέταμα πιο πολύ κι απ' την κοπριά". Ο προβληματισμός αυτός οδηγεί σε "αναπόληση θανάτων και της ιλαρής τους πλευράς", με τους χαρακτηριστικούς τίτλους "Για μια καούκα αδειανή", "Ο θάνατος και η γεροντοκόρη", "Δυο γάιδαροι, η Χιονάτη κι ο ξάδελφος". Εν τέλει ο Αφηγητής αποφαίνεται ότι προτιμά την ταρίχευση (εν είδει καλόγερου ή εξωτικής ομπρελοθήκης) από την ταφή ή την καύση.
Στο "Κάνε μου λιγάκι μπλουμ" καταδύεται σε "γαλανές αναμνήσεις συνευρέσεων με το υγρό στοιχείο"  , αναπολώντας το πρώτο μπάνιο σε πισίνα, τη "βραχύβια παραμονή του στο σώμα των ναυτοπροσκόπων", το τσουρούφλισμα των ποδιών του από το γόνατο και κάτω απ' τον "μοχθηρό ηλιάτορα" στο Παλιούρι και τις συνακόλουθες προσπάθειες ανακούφισης με επάλειψη γιαουρτιού, το οποίο καταλήγει στην "αδιακρίτως χλαπακιάζουσα καταβόθρα του... Το λες και κανιβαλισμό" και τέλος την "εκδίκηση της εκδίκησης", ήγουν την κατάρρευση της πλαστικής καρέκλας σε αμμούδα, της Χαλκιδικής πάντα, που οδηγεί σε ένα μεγαλοπρεπές σαβούρντισμα, "οπότε εκατόν πενήντα κιλά μαλλιαρής άμορφης μάζας μαζί με ομπρέλα θαλάσσης πέφτουν με χλαπαταγή και σκάνε πάνω στις καρπουζόφλουδες, η μία εκ των οποίων έρχεται και σφηνώνεται στην κουρούπα μου σαν περικεφαλαία".
Το "Ένα βρακί είχε η κόρη" είναι το μοναδικό κείμενο που δεν εδράζεται σε βιωμένα γεγονότα, καθώς μια κινέζικη κιλότα με τριανταφυλλάκια ξυπνά ανομολόγητες πλην επιτακτικές ερωτικές ορέξεις, τόσο στη φέρουσα αυτήν, όσο και σε σύσσωμο τον αρσενικό περίγυρό της, από τον νόμιμο σύζυγό της μέχρι αγοράκια  δέκα χρονών. Κι όλα αυτά μέσα από έναν σπαρταριστό διάλογο ανάμεσα σε δύο εμμηνοπαυσιακές, χαμηλοβλεπούσες (λέμε τώρα) φιλενάδες, για να αποκαλυφθεί εν τέλει ότι η δεύτερη διαθέτει το ασορτί κι εξίσου θαυματουργό σουτιέν.
Έπεται η "Ιζαμπέλ Ατζαμή", ένας ύμνος στις γκάφες και την αδεξιότητα: του Πετράκη που καταπίνει λαίμαργα  το πρώτο του Liposan διότι τον "εξιτάρει" ο όρος βούτυρο κακάο, του Πετράκη που είναι ανιστόρητος κι αγεωγράφητος σε βαθμό κακουργήματος, του Πετράκη που δε διστάζει να καταβροχθίσει  ένα "οικογενειακών διαστάσεων" τσουρέκι Τερκενλής σ' ένα παγκάκι στην Αριστοτέλους, του Πετράκη που δεν πτοείται από τον παρ' ολίγον πνιγμό του και αποτελειώνει το κολασμένο γλύκισμα με την ίδια ταχύτητα και λαχτάρα, του Πετράκη που παραγγέλνει "ένα κάρο μπουγάτσες" σε κατάστημα πώλησης κλιματιστικών, επειδή - μεταξύ άλλων - δε φοράει τα γυαλιά του, του Πετράκη που εκτοξεύει ανηλεώς περιποιημένα μπινελίκια σε ανυποψίαστο οδηγό όστις τον κοιτάζει τρομοκρατημένος, με τα δυο πιτσιρίκια του να έχουν λουφάξει στο πίσω κάθισμα, κι ενώ ο πατέρας του, έντρομος, τού κάνει νοήματα από το πίσω αμάξι ότι έχει μπει σε λάθος αυτοκίνητο. Του Πετράκη που εκδιώκεται από το Μουσείο Βαν Γκόγκ ως εν δυνάμει βανδαλιστής. Του Πετράκη τέλος, που δεν μπορεί να ξεχωρίσει το κριθαράκι στο super market.  
Στα "Δρακουλίνια των Εξαρχείων" αναθυμάται την πρώτη απόπειρα δημοσίευσης του έργου του, το καλοκαίρι της μεγάλης αναμονής που ακολουθεί, το ταξίδι στο Μέτσοβο αρχές φθινοπώρου, τους έξαλλους αλαλαγμούς,  στο άκουσμα της είδησης ότι η Μάγδα Κοτζιά ενδιαφέρεται να εκδώσει το πρώτο του βιβλίο και την ηρωική κάθοδο στην Αθήνα, Απρίλη του 1999, οπότε ως σύγχρονος Θύμιος, κάθιδρος, κατάκοπος και "μ' ένα δρακουλίνι σκαλωμένο στα μούσια του" καταφέρνει να φτάσει στον Εξάντα, στα Εξάρχεια, που τότε ακόμη τον τρομοκρατούσαν.
Στο "Έλαβον : γίδα βραστή" αναπολεί ημέρες εκλογών με την οικογένειά του για να καταλήξει στην "εμπειρία που έζησε ως γραμματέας σε εκλογικό τμήμα ορεινού χωριού" το 2010 με τη λαχταριστή βραστή γίδα να ενεργεί πολύ αποτελεσματικότερα από "καφέδες, δαμάσκηνα και λαξατόλ". 
"Ο έρωτας παρκάρει στο στομάχι" διαπιστώνει στο προτελευταίο κείμενο της συλλογής. Από την εποχή που "έχεις έναν μεταβολισμό σαν κινέζικη φάμπρικα", πολύ γρήγορα περνάς στην εποχή που "ο πανδαμάτωρ χρόνος δαμάζει το εσωτερικό μοτεράκι που σε κρατά λυγερόκορμο". Έτσι, ο Αφηγητής κι ο σύντροφός του οδηγούνται έντρομοι σε μια "τριετή περίπου περίοδο ψυχωσικού γιο γιο" με δίαιτες στέρησης , με cheat dayς που εξελίσσονται σε cheat week και ενίοτε σε  cheat month, μέχρι τη στιγμή που αποφασίζουν να τρώνε πιο ισορροπημένα. "Μέτρο εν χοιρινώ αδελφοί. Νηφαλιότης και σύνεση".
Το επίμετρο, γραμμένο σε έντονα εξομολογητικό ύφος, με τίτλο " Πες μου κάτι να γελάσω", είναι η συνδετική γέφυρα με το "Βιβλίο της Κατερίνας". Το Κατερινάκι έχει πάντα στο μυαλό του ο Αύγουστος και το επανερχόμενο παράπονό της: "Όλο τα στενάχωρα αυτό το παιδί". Ισχυροί σύμμαχοι του, τα "γελαστικά βιβλία της Κατερίνας": Τσιφόρος, Ψαθάς, Γερμανός, Ακρίτα, κόμικς- σε εξέχουσα θέση ο Αρκάς -, αλλά και κωμωδίες από τη χρυσή εποχή του ελληνικού σινεμά, καρτούν, Λώρελ και Χάρντυ, Λουί ντε Φυνές και Γούντυ Άλλεν.
Ο Ν. Καζαντζάκης έχει γράψει: "Η τραγωδία δεν μπορούσε να γεννηθεί (θα΄ ταν αβάσταχτη για τον άνθρωπο) χωρίς να γεννηθεί την ίδια στιγμή και η κωμωδία. Είναι δίδυμες αδερφάδες. Μονάχα όποιος ένιωσε την τραγικότητα της ζωής, αυτός μπορεί να νιώσει την απολυτρωτική δύναμη του γέλιου". Νομίζω πως ο Αύγουστος τα έχει νιώσει έντονα στο πετσί του και τα δύο. Άλλωστε το παραδέχεται και ο ίδιος: "Έπρεπε πρώτα να χάσω το Κατερινάκι για να ξεκλειδώσει ο πόνος το γέλιο στη γραφή μου". Γι΄ αυτό και το "Έρως ανίκατε μάσαν" είναι ως ένα σημείο η ευτράπελη, η γελαστική εκδοχή του "Βιβλίου της Κατερίνας".
Ωστόσο, "για να γελάσεις πραγματικά, θα πρέπει να είσαι έτοιμος να πάρεις τον πόνο σου και να παίξεις μαζί του". Κι  ο Αύγουστος παίζει με τον πόνο του λυσσαλέα, αυτοσαρκάζεται ανελέητα, δε διστάζει να σπάσει αμείλικτη πλάκα με ό,τι βαθιά τον πίκρανε εξ απαλών ονύχων: την υπερφαγία, την κατάθλιψη και τόσα άλλα. Εκτίθεται ανεπανόρθωτα, εμφανίζεται χωρίς το παραμικρό ίχνος ψιμυθίωσης, χωρίς πρόθεση εξωραϊσμού αλλά και δίχως την παραμικρή διάθεση να απολογηθεί για τον εαυτό του. Αναρωτιέται κανείς πόσο θάρρος, πόση ψυχική γενναιοδωρία και πόση ψυχοθεραπεία εν τέλει προϋποθέτει κάτι τέτοιο. Εκθέτοντας δημόσια τους δαίμονές του τους "αποδαιμονοποιεί". Μου φέρνει στον νου εκείνο το υπέροχο σκίτσο του Αρκά, όπου ο Ισοβίτης, συμφιλιωμένος πια με τις παραισθήσεις του, παίζει και κανένα χαρτάκι μαζί τους. 
Το΄ χει διαπιστώσει άλλωστε και η λαϊκή θυμοσοφία :" Χαρά σε κείνον που γελά με τα παθήματά του, που κάνει γλέντι τον καημό, χορό τα βήματά του". Δίνει έτσι και σε μας τους αναγνώστες την ευκαιρία να κοιτάξουμε τον δικό μας εαυτό στον καθρέφτη. Να αναγνωρίσουμε και - γιατί όχι- να συμφιλιωθούμε, στο μέτρο των δυνατοτήτων του ο καθένας, με τους προσωπικούς μας δαίμονες, όποιοι κι αν είναι: αδυναμίες, ατέλειες, ψεγάδια, πάθη και πάχη.
Κι όλα αυτά με μια γραφή παραληρηματική, ντελιριακή, μ΄ ένα χιούμορ συνταρακτικά αυτοϋπονομευτικό, καυστικό, αυθάδικο, ανευλαβές, ξέφρενο, με σπαρταριστές περιγραφές αλλά και γλυκόπικρες πινελιές. Ο Αύγουστος είναι ούτως ή άλλως ένας δεινός ατακαδόρος κι ένας χαρισματικός αφηγητής. Αυτοδιηγητικός στην προκειμένη συλλογή, δραματοποιημένος και πρωταγωνιστής, πλην ενός ευθυμογραφήματος που είναι γραμμένο σε αμιγώς διαλογική μορφή, σαν θεατρικό μονόπρακτο.
Γλωσσικά, συνδυάζει την καθημερινή αργκό, την οικογενειακή ιδιόλεκτο, το ιδίωμα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, την αρχαΐζουσα  αλλά και μια ευρηματική λεξιπλασία. Οι περισσότεροι τίτλοι είναι παραφράσεις γνωστών ταινιών ή τραγουδιών. Η γλώσσα του κάνει ταχυδακτυλουργικά με τις συνυποδηλώσεις και τις διακειμενικές αναφορές της. 
Ο Αύγουστος γράφει απελευθερωμένα, όπως ζει. Διηγείται ιστορίες καθημερινής παραφροσύνης με τσιφορικό ταμπεραμέντο. Παρασύρει τον αναγνώστη σε ένα κρεσέντο γέλιου λυτρωτικού. Όλοι μας, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, έχουμε να αναγνωρίσουμε κοινά στοιχεία μ' αυτό το ιλαροτραγικό πορτραίτο που τόσο δεξιοτεχνικά συνθέτει. Όλοι μας διακρίνουμε στο φόντο τον τραγέλαφο της νεοελληνικής καθημερινότητας.
Ειδικά όσοι από μας είχαμε ή εξακολουθούμε να έχουμε, λιγότερο ή περισσότερο, διευρυμένη οριζόντια σωματοδομή (για να το θέσω κομψά), σίγουρα ταυτιζόμαστε πιο πολύ, μια εντονότερη ενσυναίσθηση τη βιώνουμε, μια και το σταθερά επανερχόμενο θέμα είναι οι γαστρονομικές ατασθαλίες. Στην παρουσίαση μάλιστα του κάποτε παχύσαρκου εαυτού του ο Αύγουστος μεγαλουργεί. Σταχυολογώ ενδεικτικά: "έτσι όπως έτρεχα με ταχύτητα ένα χιλιόμετρο τον χρόνο, μ' έπιανε ακόμη και βραδύπους με αρθριτικά" (σ.44), "ήμουν τάλε κουάλε ρολό κοτόπουλο που του ξεχειλίζουν τα κρέατα απ΄ τον σπάγγο, πράγμα που σήμαινε πως η μόνη μου σχέση με μπαλαρίνα θα ήταν αυτή του λούνα παρκ: ο κόσμος θα΄ κοβε εισιτήριο για να με δει και θα΄ φευγε με ίλιγγο και ναυτία" (σ.48), ή "εκατόν πενήντα κιλά απαράμιλλης γοητείας και σαγήνης, ενδεδυμένα με το αντίσκηνο του Ζορρό, διότι πιστεύω λαθεμένα ότι το μαύρο κόβει, ενώ στην περίπτωσή μου απλώς προξενεί σύγχυση και τρόμο στα δορυφορικά συστήματα, όπου οι μεν μετεωρολόγοι με αντιλαμβάνονται ως βαρομετρικό χαμηλό, οι δε εταιρείες προστασίας του περιβάλλοντος ως καταστροφικών διαστάσεων πετρελαιοκηλίδα" (σ. 59-60). Το ίδιο συμβαίνει και στην περιγραφή των εδεσμάτων. Εντελώς δειγματοληπτικά να αναφέρω τις : "σοκολάτες γκουρμέ, απ' αυτές που το κακάο το' χει μαζέψει σπυρί σπυρί Βραζιλιάνα παρθένα με τέλειες αναλογίες και μεταπτυχιακό  στην Εφαρμοσμένη Κακαολογία" (σ.100). Στη δε "προσαρμογή" αγαπημένων ασμάτων, "απογειώνεται": "'Ολα σ' τα ταΐζουν , γλυκά κι αλατισμένα" (σ.92), "Μη μιλάς, δεν είναι απαραίτητο. Μη μιλάς, παχαίνω ανά τέταρτο" (σ.100), "Μικρό παιδί σαν ήμουνα κι έτρωγα ίσαμε ένα σχολείο" (σ.183).
Ας κρατήσουμε όμως ως φυλαχτό το τελικό συμπέρασμα: "άμα υπάρχει αγάπη με φόδρα, του συντρόφου που σε περιβάλλει και του εαυτού που σε κουβαλάει και τον κουβαλάς, μπορείς να τιθασεύσεις ακόμα και την πιο λυσσώδη λαιμαργία, και να μάθεις να βάζεις κάτω το πιρούνι την κατάλληλη στιγμή, ώστε να συνεχίσεις σαν άνθρωπος να τρως τα κιουνεφέ καταΐφια σου και να μην ξεπέσεις στην τραγωδία του ατμομάγειρα και της στέρησης". Αναστρέψιμη λοιπόν και η λαιμαργία, διατροφική ή άλλου είδους.
Η κωμωδία συνήθως αντιμετωπίζεται ως "το αδικημένο αδελφάκι της τραγωδίας στον κόσμο της "υψηλής" λογοτεχνίας". Ο ίδιος ο Αύγουστος παραδέχεται πως "έχει δουλέψει πιο σκληρά απ' ό,τι για οποιοδήποτε άλλο συγγραφικό του εγχείρημα για τα πρώτα δειλά ευθυμογραφήματά του". Κι αλήθεια πόσο σημαντικό αλλά και πόσο δύσκολο είναι να κάνεις τους συνανθρώπους σου να γελάνε, ειδικά σε καιρούς δύσκολους, "ξεχαρβαλωμένους". Το "Έρως ανίκατε μάσαν" θα μπορούσε να συνταγογραφείται και ως αντικαταθλιπτικό.
Ξέρω όμως ότι αδημονείτε - όπως άλλωστε κι εγώ - να ακούσετε τον ίδιο τον συγγραφέα. Γι' αυτό θα κλείσω την παρουσίασή μου με ένα τεράστιο ευχαριστώ : ευχαριστούμε Αύγουστε για τα υπομειδιάματα, τα χαμόγελα, τα γέλια, τα λυτρωτικά, τα καθαρτήρια, τα ανατρεπτικά, τα εν πολλοίς ιαματικά, που αφειδώς μας χαρίζεις με τα γραπτά σου! "Αγάπη ολούθε"!

Σοφία Σουβατζόγλου

Φωτογραφίες και βίντεο από την εκδήλωση












































Αλέξανδρος Παπαδόπουλος